- πολύφωτο
- τοείδος φωτιστικού με πολλές λάμπες, πολυκάντηλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… … Dictionary of Greek
κρέμομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κρέμομαι – κρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών. Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι /… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρεμιέμαι — κρεμιέμαι, κρεμάστηκα, κρεμασμένος βλ. πίν. 69 Σημειώσεις: κρέμομαι – κρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών. Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι / … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δωδεκάφωτος — δωδεκάφωτος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει δώδεκα φώτα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάφωτον πολύφωτο στην εκκλησία με δώδεκα φώτα που συμβολίζει τους 12 αποστόλους … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
πολυκάνδηλο — το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ στο ναό τής Φύσης», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανδήλι(ον) … Dictionary of Greek
πολυκήριο — το, Ν κρεμαστό πολύφωτο που αποτελείται από πολλά κεριά, πολυέλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηρίο(ν)] … Dictionary of Greek
πολυφανή — ἡ, Α το πολύφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φανή «φανός» ποιητ. τ.] … Dictionary of Greek
πολύφωτος — η, ο / πολύφωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.) 2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως 3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» πολυκάντηλα) 4. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
εξάφωτος — η, ο 1. που έχει έξι φώτα. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάφωτο φωτιστικό σύνολο (πολύφωτο) με έξι φώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)